μονοίκητος

μονοίκητος
μονοίκητος, -ον (Α)
αυτός που κατοικείται από έναν μόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + οἰκητός < οἰκῶ (πρβλ. ευ-οίκητος, ναυσ-οίκητος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονοικήτους — μονοίκητος dwelling alone masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”